- ἐλαιεμπορία
- ἐλαιεμπορία, ἡ,A = ἐλαιωνία, prob. in Dig.50.4.18.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ελαιεμπορία — η (Μ ἐλαιεμπορία) εμπόριο λαδιού … Dictionary of Greek